μικροκέφαλος

μικροκέφαλος
-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισο-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικροκέφαλος — small headed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκεφαλώτερον — μικροκέφαλος small headed masc acc comp sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc comp sg μικροκέφαλος small headed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκεφαλώτατον — μικροκέφαλος small headed masc acc superl sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκέφαλον — μικροκέφαλος small headed masc/fem acc sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκεφάλου — μικροκέφαλος small headed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκεφάλους — μικροκέφαλος small headed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκέφαλοι — μικροκέφαλος small headed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • microcéfalo — ► adjetivo/ sustantivo Que tiene la cabeza pequeña. * * * microcéfalo, a (del gr. «mikroképhalos») 1 adj. y n. Se aplica al animal que tiene la *cabeza más pequeña de lo que es normal en su especie, o desproporcionadamente pequeña en relación con …   Enciclopedia Universal

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”