μικροκέφαλος — small headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκεφαλώτερον — μικροκέφαλος small headed masc acc comp sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc comp sg μικροκέφαλος small headed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκεφαλώτατον — μικροκέφαλος small headed masc acc superl sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκέφαλον — μικροκέφαλος small headed masc/fem acc sg μικροκέφαλος small headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκεφάλου — μικροκέφαλος small headed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκεφάλους — μικροκέφαλος small headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκέφαλοι — μικροκέφαλος small headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
microcéfalo — ► adjetivo/ sustantivo Que tiene la cabeza pequeña. * * * microcéfalo, a (del gr. «mikroképhalos») 1 adj. y n. Se aplica al animal que tiene la *cabeza más pequeña de lo que es normal en su especie, o desproporcionadamente pequeña en relación con … Enciclopedia Universal
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek